... Τί είναι, όμως, ο εαυτός;
Είναι η επιτομή όλων όσα θυμόμαστε.
Γι' αυτό και το τρομακτικό στον θάνατο
δεν είναι η απώλεια του μέλλοντος,
αλλά η απώλεια του παρελθόντος.
Η λήθη είναι μια μορφή θανάτου,
παρούσα στη ζωή ...
[Μίλαν Κούντερα]
δρόμοι και δρόμοι..... είναι άραγες σωστό να σου δείχνουνε το δρόμο;... λες και χάθηκες στη πόλη και ζητάς βοήθεια;...
ο δρόμος της καρδιάς... ο δρόμος του μυαλού... ο δρόμος της συνήθειας... ο δρόμος της ευθύνης... ο δρόμος ο άγνωστος.... (δρόμοι σε σειρά οχι αξιολογικά..) χωριστά κιόλοι μαζύ ένας δρόμος
Ο ΗΔΟΝΙΚΟΣ ΕΛΠΗΝΩΡ Τον είδα χτες να σταματά στην πόρτα κάτω από το παράθυρό μου· θα 'ταν εφτά περίπου· μια γυναίκα ήταν μαζί του. Είχε το φέρσιμο του Ελπήνορα, λίγο πριν πέσει να τσακιστεί, κι όμως δεν ήταν μεθυσμένος. Μιλούσε πολύ γρήγορα, κι εκείνη κοίταζε αφηρημένη προς τους φωνογράφους· τον έκοβε καμιά φορά να πει μια φράση κι έπειτα κοίταζε μ' ανυπομονησία εκεί που τηγανίζουν ψάρια· σαν τη γάτα. Αυτός ψιθύριζε μ' ένα αποτσίγαρο σβηστό στα χείλια: —Άκουσε ακόμη τούτο. Στο φεγγάρι τ' αγάλματα λυγίζουν κάποτε σαν το καλάμι ανάμεσα σε ζωντανούς καρπούς—τ' αγάλματα· κι η φλόγα γίνεται δροσερή πικροδάφνη, η φλόγα που καίει τον άνθρωπο, θέλω να πω. —Είναι το φως... ίσκιοι της νύχτας... —Ίσως η νύχτα που άνοιξε, γαλάζιο ρόδι, σκοτεινός κόρφος, και σε γέμισε άστρα κόβοντας τον καιρό. Κι όμως τ' αγάλματα
λυγίζουν κάποτε, μοιράζοντας τον πόθο στα δυο, σαν το ροδάκινο· κι η φλόγα γίνεται φίλημα στα μέλη κι αναφιλητό κι έπειτα φύλλο δροσερό που παίρνει ο άνεμος· λυγίζουν γίνουνται αλαφριά μ' ένα ανθρώπινο βάρος. Δεν το ξεχνάς. —Τ' αγάλματά ειναι στο μουσείο. —Όχι, σε κυνηγούν, πώς δεν το βλέπεις; θέλω να πω με τα σπασμένα μέλη τους, με την αλλοτινή μορφή τους που δε γνώρισες κι όμως την ξέρεις. Όπως όταν στα τελευταία της νιότης σου αγαπήσεις γυναίκα που έμεινε όμορφη, κι όλο φοβάσαι, καθώς την κράτησες γυμνή το μεσημέρι, τη μνήμη που ξυπνά στην αγκαλιά σου· φοβάσαι το φιλί μη σε προδώσει σ' άλλα κρεβάτια περασμένα τώρα που ωστόσο θα μπορούσαν να στοιχειώσουν τόσο εύκολα τόσο εύκολα και ν' αναστήσουν είδωλα στον καθρέφτη, σώματα που ήταν μια φορά· την ηδονή τους. Όπως όταν γυρίζεις απ' τα ξένα και τύχει ν' ανοίξεις παλιά κασέλα κλειδωμένη από καιρό και βρεις κουρέλια από τα ρούχα που φορούσες σε όμορφες ώρες, σε γιορτές με φώτα
πολύχρωμα, καθρεφτισμένα, που όλο χαμηλώνουν και μένει μόνο το άρωμα της απουσίας μιας νέας μορφής. Αλήθεια, τα συντρίμμια δεν είναι εκείνα· εσύ 'σαι το ρημάδι· σε κυνηγούν με μια παράξενη παρθενιά στο σπίτι στο γραφείο στις δεξιώσεις των μεγιστάνων, στον ανομολόγητο φόβο του ύπνου· μιλούν για περιστατικά που θα ήθελες να μην υπάρχουν ή να γινόντουσαν χρόνια μετά το θάνατό σου, κι αυτό είναι δύσκολο γιατί... —Τ' αγάλματα είναι στο μουσείο. Καληνύχτα.
—...γιατί τ' αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια, είμαστε εμείς. Τ' αγάλματα λυγίζουν αλαφριά... καληνύχτα. ΕΕδώ χωρίστηκαν. Αυτός επήρε την ανηφόρα που τραβάει κατά την Άρκτο κι αυτή προχώρεσε προς το πολύφωτο ακρογιάλι όπου το κύμα πνίγεται στη βοή του ραδιοφώνου:
21 σχόλια:
Αποκλεισμένοι όμως οι δρόμοι του μεταξιού,βλέπω...
Οι δρόμοι του μεταξιού.... ναι, πολλά τα εμπόδια...
είσαι πάντα σίγουρη γιαυτό που βλέπεις;......
Όχι,ποτέ...
Δείξε μου το δρόμο..
Άσε που οι δρόμοι του μεταξιού -ο αποκλεισμός τους δηλαδή-ήταν αυτοί
που κάποτε οδήγησαν κάποιους σε καινούριες θάλασσες..
Σαν το τραγούδι της alfama:"...κάτι όμως μου τράβηξε την προσοχή,κάτιάλλο,όταν πια εσύ είχες φύγει"
Κακή μετάφραση;
δρόμοι και δρόμοι.....
είναι άραγες σωστό να σου δείχνουνε το δρόμο;... λες και χάθηκες στη πόλη και ζητάς βοήθεια;...
ο δρόμος της καρδιάς...
ο δρόμος του μυαλού...
ο δρόμος της συνήθειας...
ο δρόμος της ευθύνης...
ο δρόμος ο άγνωστος....
(δρόμοι σε σειρά οχι αξιολογικά..)
χωριστά κιόλοι μαζύ ένας δρόμος
Κοίτα.Πάντα ένα στίγμα είναι εκτιμητέο..
"Καθένας μονάχος του πορεύεται στον έρωτα...."
Έτσι κι αλλιώς.
Απ τους παρεξηγημένους της Οδύσσειας
Ο ΗΔΟΝΙΚΟΣ ΕΛΠΗΝΩΡ
Τον είδα χτες να σταματά στην πόρτα κάτω από το παράθυρό μου· θα 'ταν εφτά περίπου· μια γυναίκα ήταν μαζί του. Είχε το φέρσιμο του Ελπήνορα, λίγο πριν πέσει να τσακιστεί, κι όμως δεν ήταν μεθυσμένος. Μιλούσε πολύ γρήγορα, κι εκείνη κοίταζε αφηρημένη προς τους φωνογράφους· τον έκοβε καμιά φορά να πει μια φράση κι έπειτα κοίταζε μ' ανυπομονησία εκεί που τηγανίζουν ψάρια· σαν τη γάτα. Αυτός ψιθύριζε μ' ένα αποτσίγαρο σβηστό στα χείλια: —Άκουσε ακόμη τούτο. Στο φεγγάρι τ' αγάλματα λυγίζουν κάποτε σαν το καλάμι ανάμεσα σε ζωντανούς καρπούς—τ' αγάλματα· κι η φλόγα γίνεται δροσερή πικροδάφνη, η φλόγα που καίει τον άνθρωπο, θέλω να πω. —Είναι το φως... ίσκιοι της νύχτας... —Ίσως η νύχτα που άνοιξε, γαλάζιο ρόδι, σκοτεινός κόρφος, και σε γέμισε άστρα κόβοντας τον καιρό. Κι όμως τ' αγάλματα
λυγίζουν κάποτε, μοιράζοντας τον πόθο στα δυο, σαν το ροδάκινο· κι η φλόγα γίνεται φίλημα στα μέλη κι αναφιλητό κι έπειτα φύλλο δροσερό που παίρνει ο άνεμος· λυγίζουν γίνουνται αλαφριά μ' ένα ανθρώπινο βάρος. Δεν το ξεχνάς. —Τ' αγάλματά ειναι στο μουσείο. —Όχι, σε κυνηγούν, πώς δεν το βλέπεις; θέλω να πω με τα σπασμένα μέλη τους, με την αλλοτινή μορφή τους που δε γνώρισες κι όμως την ξέρεις. Όπως όταν στα τελευταία της νιότης σου αγαπήσεις γυναίκα που έμεινε όμορφη, κι όλο φοβάσαι, καθώς την κράτησες γυμνή το μεσημέρι, τη μνήμη που ξυπνά στην αγκαλιά σου· φοβάσαι το φιλί μη σε προδώσει σ' άλλα κρεβάτια περασμένα τώρα που ωστόσο θα μπορούσαν να στοιχειώσουν τόσο εύκολα τόσο εύκολα και ν' αναστήσουν είδωλα στον καθρέφτη, σώματα που ήταν μια φορά· την ηδονή τους. Όπως όταν γυρίζεις απ' τα ξένα και τύχει ν' ανοίξεις παλιά κασέλα κλειδωμένη από καιρό και βρεις κουρέλια από τα ρούχα που φορούσες σε όμορφες ώρες, σε γιορτές με φώτα
πολύχρωμα, καθρεφτισμένα, που όλο χαμηλώνουν και μένει μόνο το άρωμα της απουσίας μιας νέας μορφής. Αλήθεια, τα συντρίμμια δεν είναι εκείνα· εσύ 'σαι το ρημάδι· σε κυνηγούν με μια παράξενη παρθενιά στο σπίτι στο γραφείο στις δεξιώσεις των μεγιστάνων, στον ανομολόγητο φόβο του ύπνου· μιλούν για περιστατικά που θα ήθελες να μην υπάρχουν ή να γινόντουσαν χρόνια μετά το θάνατό σου, κι αυτό είναι δύσκολο γιατί... —Τ' αγάλματα είναι στο μουσείο. Καληνύχτα.
—...γιατί τ' αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια, είμαστε εμείς. Τ' αγάλματα λυγίζουν αλαφριά... καληνύχτα. ΕΕδώ χωρίστηκαν. Αυτός επήρε την ανηφόρα που τραβάει κατά την Άρκτο κι αυτή προχώρεσε προς το πολύφωτο ακρογιάλι όπου το κύμα πνίγεται στη βοή του ραδιοφώνου:
"την αινιγματική κάρτα σου διαβάζω
όπου μου αναγγέλλεις
ότι δρόσισε κι εντούτοις
είσαι λυπημένος και αξύριστος"
Ο ηδονικός Ελπήνωρ δεν είναι ένα ποίημα της απογοήτευσης.
Είναι ένα μήνυμα για το τι ακολουθεί την απογοήτευση.
"Ανοίγω το αρχαίο λεξικό των επιθυμιών
και μεταφράζω
το δρόσισε
σαν κάποιας περιπτύξεως περίπατο
στο ντάλα της θαλάσσης
το αξύριστος
σα λίγο πένθος που κρατάς
δεν ξέρουμε
μπορεί και να σου λείπω
και το λυπημένος έτσι το αφήνω στη γλώσσα που απταίστως με ομιλεί
και με καταλαβαίνω"
"Μαζεύω τα γράμματά σου, τα χτυπώ
να ισιώσουν οι μικροδιαφερές τους
..."
....βάζω το ένα πάνω στο άλλο
χτίζω
υψώνω τύμβο τιμητικό
υπέρ των πεσόντων που σου απάντησα.
"...φοβάσαι το φιλί μη σε προδώσει σ' άλλα κρεβάτια περασμένα..."
Καλωσορίσατε αγαπητές(-οι) ανώνυμες(-οι)
καλωσόρισες ΑΡΙΑΔΝΗ, της ελπίδας πράξη ... θεωρώ ωραία πάντα και οχι μόνο της ημέρας....
..η στάση της αγάπης
μπροστά σ' ένα παράθυρο αμετακίνητο
με μόνη θέα νύχτα μέρα
.........................
την ανυπόφορη αντηλιά του εαυτού της.
............................
της νύχτας.Κυρίως.
Τ' αγάλματα λυγίζουν αλαφριά... καληνύχτα
'προχώρεσε προς το πολύφωτο ακρογιάλι όπου το κύμα πνίγεται στη βοή του ραδιοφώνου'
'τ' αγάλματα λυγίζουν κάποτε, μοιράζοντας τον πόθο στα δυο, σαν το ροδάκινο'
Σε κυνηγούν με μια παράξενη παρθενιά
στο σπίτι ,στο γραφείο.
¨"κουτσομπολιά ονείρων..."
Γιατί τ' αγάλματα δεν είναι πια συντρίμια.Τ' αγάλματα είμαστε εμείς.
παίρνω την ανηφόρα που τραβάει κατά την Άρκτο... καλυνύχτα
Γυρνώ τώρα στο κύμα κι η θάλασσα σε κώμα
βρίθει νεκρούς
Μ' αδύναμες κατάρες εξατμίζεται.
Καλυ(η);; νύχτα..
Δημοσίευση σχολίου