Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2008

στροφές

στροφές λοιπόν,
έπρεπε να περάσουνε εικοσι τόσα χρόνια για να καταλάβεις ποσο ευκολη η σοφία,
πόσο μάταιο το πολυσύνθετο της αναζήτησης.....
να μάθεις
πόσο απλό το θρόισμα των πλατανόφυλλων..........
............................................................................
αφιερωμένες οι ΣΤΡΟΦΈΣ του Καρυωτάκη, σ΄όλους αυτούς που χάσανε υπερήφανα, και λεύτεροι, αγαπήσανε και αγαπάνε, μ' ένα ποτήρι κρασί σκέφτονται τις λεύκες του συγκεκριμένου δρόμου, αναζητώντας ερώτων νέων ελπίδες......

τρελέ τρελέ που εγέρασες
μα πάντα νέος είσαι..
.............................................................................


ΣΤΡΟΦΕΣ

(1)

Είκοσι χρόνια παίζοντας
αντί χαρτιά βιβλία,
είκοσι χρόνια παίζοντας,
έχασα τη ζωή.
Φτωχός τώρα ξαπλώνομαι,
μιαν εύκολη σοφία
ν' ακούσω εδώ που πλάτανος
γέρος μου τη θροεί.


(2)

Απ 'όλα θέλω ελεύτερος
να πλέω στα χάη του κόσμου.
Αν ένας φίλος μου 'μεινε,
να φύγει, να περάσει.
Κι όταν ζητήσει ο θάνατος
τα πλούτη ποχω μάσει,
σένα, πικρία μου απέραντη,
μονάχο να 'χω βιός μου.


(3)

Για τη ζωή σου μου 'λεγες,
για το χαμό της νιότης,
για την αγάπη μας που κλαίει
τον ίδιο θάνατό της,
κι ενώ μια ογρή στα μάτια σου
περνούσε αναλαμπή,
ήλιος φαιδρός απ' τ' ανοιχτό
παράθυρο είχε μπει.


(4)

Τι χάνω εγώ τις μέρες μου
τη μία κοντά στην άλλη,
κι όπως μου ασπρίζουν τα μαλλιά
ξινίζει το κρασί,
αφού μονάχα όταν περνώ
το βλέμμα από κρουστάλλι,
με νέα ρετσίνα ολόγεμο
βλέπω τη ζωή χρυσή;




(5)

Η νύχτα μας εχώρισεν
από όσους αγαπάμε
πριν μας χωρίσει η ξενιτιά.
(Να 'ναι όλοι εκεί στο μόλο;)
Σφύρα, καράβι αργήσαμε.
κι αν φτάσουμε όπου πάμε,
στάσου λίγο, μα ύστερα
σφύρα να φεύγουμε όλο.


(6)

Λεύκες, γιγάντιοι καρφωτοί
στα πλάγια εδώ του δρόμου,
δέντρα μου, εστέρξατε ο βοριάς
τα φύλλα σας να πάρει.
Σκιές εμείνατε σκιών
που ρέουν στο μέτωπό μου,
καθώς πηγαίνω χάμου εγώ
κι απάνω το φεγγάρι.


(7)

Χαρά! Η χαρά! Στα νέα χαρά
παιδιά! Τραβούνε -- ωραίοι
μαύροι ληστές -- την κόρη ζωή
δεμένη ν' αγαπήσουν.
Μα στο βιβλίο σου ολάνοιχτο,
στα φύλλα του αύρα πνέει,
τρελέ, τρελέ, που εγέρασες
και νέος ποτέ δεν ήσουν.


(8)

-- Ποιητή, κυλάει το γέλιο μου
μέλι και χλεύη, αλλά
δεν παύεις να σφυροκοπάς
των ήχων τα στεφάνια
-- Κόρη, δουλεύω ανώφελα,
μα η στείρα τι ωφελά
και σιωπηλή του αχάτινου
ματιού σου υπερηφάνια;


(9)

Αντίο! Αντίο! Με τα ουράνια
μάτια σας και με βιόλες
στο λαιμό, εφύγατε, ξανθές
ερώτων νέων ελπίδες.
Αντίο, κι εσύ που στρέφοντας,
όταν χαθήκανε όλες
πάλι να παίρνω το βαθύ,
σκοτεινό δρόμο μ' είδες!


(10)

Μπρούτζινος γύφτος -- τράλαλα! --
τρελά πηδάει κει πέρα, χαρούμενος που εδούλευε
τον μπρούτζον όλη μέρα
και που 'χει τη γυναίκα του
χτήμα του και βασίλειο.
Μπρούτζινος γύφτος -- τράλαλα! --
δίνει κλοτσιά στον ήλιο!

Κ.Γ. Καρυωτάκης

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Καμιά φορά, το πλήρωμα -για να ξεσκάσει- πιάνει τα Άλμπατρος, τεράστια πουλιά θαλασσινά, που ακολουθούν ανύποπτοι σύντροφοι το καράβι, πάνω στα ερέβη τ’ αλμυρά σαν φάσμα να γλιστρά.

Δεν προλαβαίνουν να βρεθούν απάνω στα σανίδια οι βασιλιάδες τ’ ουρανού και δείχνονται βαριά, συνεσταλμένα πλάσματα, που αφήνουν τα φτερά τους -τ’ άσπρα μεγάλα τους φτερά- να σέρνονται στο πλάι τους σαν άχρηστα κουπιά.

Τι ανίσχυρος -ο φτερωτός κατακτητής- που δείχνει· τι άσχημος -ο όμορφος- τι αστείος, τι κωμικός! Άλλος χώνει στο ράμφος του μιαν αναμμένη πίπα κι άλλος... αυτόν που πέταγε μιμείται, στο κατάστρωμα σέρνοντας σαν κουτσός!

Μοιάζει, λοιπόν, ο ποιητής με τον ιππότη των νεφών, που κυνηγάει τις θύελλες και ξεγελάει τους κυνηγούς· εξόριστος στον κόσμο αυτό των πιο χυδαίων χλευασμών, μπερδεύεται όταν περπατά στ’ άσπρα μεγάλα του φτερά.
ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ