τοῦ δὲ λόγου τοῦδ᾽ ἐόντος ἀεὶ ἀξύνετοι γίνονται ἄνθρωποι καὶ πρόσθεν ἢ ἀκοῦσαι καὶ ἀκούσαντες τὸ πρῶτον· γινομένων γὰρ πάντων κατὰ τὸν λόγον τόνδε ἀπείροισιν ἐοίκασι, πειρώμενοι καὶ ἐπέων καὶ ἔργων τοιούτων, ὁκοίων ἐγὼ διηγεῦμαι κατὰ φύσιν διαιρέων ἕκαστον καὶ φράζων ὅκως ἔχει· τοὺς δὲ ἄλλους ἀνθρώπους λανθάνει ὁκόσα ἐγερθέντες ποιοῦσιν, ὅκωσπερ ὁκόσα εὕδοντες ἐπιλανθάνονται. | Αν και ο λόγος αυτός είναι αιώνια οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να καταλάβουν και πριν τον ακούσουν και αφού τον ακούσουν για πρώτη φορά. Γιατί, ενώ τα πάντα συντελούνται σύμφωνα μ' αυτόν το λόγο, αυτοί μοιάζουν άπειροι όταν αποκτήσουν εμπειρία λέξεων και πράξεων σαν αυτές που εγώ διηγούμαι, όποτε διακρίνω το κάθε τι σύμφωνα με τη σύσταση του και εκθέτω το πώς έχει. Αλλά από τους άλλους ανθρώπους διαφεύγουν όσα πράττουν όταν είναι ξυπνητοί, ακριβώς όπως λησμονούν όσα πράττουν όταν κοιμούνται. [1] |
1. (18). | |
ἐὰν μὴ ἔλπηται ἀνέλπιστον οὐκ ἐξευρήσει, ἀνεξερεύνητον ἐὸν καὶ ἄπορον. | Αν δεν ελπίζεις, δε θα βρείς το ανέλπιστο, που είναι ανεξερεύνητο και απλησίαστο. |
9 σχόλια:
η ελλειπτικότητα της φωτογραφίας είναι που με απασχολεί.
...σκοτεινή αγόρευση..
...επίκληση άνω...
Έλεγε ψέματα
τον πίστευαν.
Έλεγε αλήθεια
φεύγαν.
Έμαθε πιά
να πλέκει κάλτσες.
Η Πόλη
"Τα ποιήματα σου μοιάζουν με το σκοτεινό κέντρο μιας πόλης.
Τα μυθιστορήματα, τα διηγήματα, τα ημερολόγιά σου είναι προάστια
Αυτής της μεγάλης πόλης.
Τα ξενοδοχεία παραμένουν φωτισμένα όλη νύχτα σαν κτήρια γραφείων
Γεμάτα μελετητές, ιερείς, προσκυνητές. Τη νύχτα είναι που
Μερικές φορές περνάω οδηγώντας. Ασυναίσθητα
Περνάω οδηγώντας, πηγαίνοντας αργά, απλώς
Περιπλανώμενος μέσα στο δικό μου σκοτάδι, συλλογιζόμενος
Τι έκανες. Σχεδόν πάντα
Σε βλέπω φευγαλέα - σε κάποια διασταύρωση,
Να κοιτάς προς τα πάνω, σαν χαμένη, εξήντα ετών.
Το πλήθος μαζεύεται γύρω σου. Εσύ στέκεσαι ακίνητη σαν βράχος.
Το πρόσωπό σου, κάτω από το πράσινο ή πορτοκαλί φως,
Σαν του Ινδιάνου της ερήμου, άγριο, σαστισμένο.
Θέλεις να ρωτήσεις κάτι αλλά δεν μπορείς.
Κοιτάς επίμονα όλα τα πρόσωπα
Προσπαθώντας να αναγνωρίσεις κάποιον.
Εκείνοι σε αγνοούν. Επειτα το φανάρι γίνεται κόκκινο
Και όλοι σε προσπερνούν βιαστικά.
Τότε με βλέπεις μέσα στο αυτοκίνητο να έχω κολλήσει το βλέμμα μου πάνω σου.
Σε βλέπω που αναρωτιέσαι: θα έπρεπε να τον γνωρίζω;
Σε βλέπω να συνοφρυώνεσαι. Σε βλέπω που προσπαθείς
Να θυμηθείς - ή αναπάντεχα να μη θυμηθείς."
"Πώς να τα ξεριζώσω απ' τα πλευρά μου απ' τις θανάσιμες
πληγές σας απ' τις λίμνες με τους άσπρους κύκνους
τα δάχτυλά μου μακρινά προγονικά συμβόλαια"
Για τους Λαβύρινθους χρειάστηκες
ένα κουβάρι νήμα· και κάποιον
να το κρατάει στην είσοδο- όπου
μπορούσες να το δέσεις κιόλας
αποφεύγοντας έτσι τους έρωτες
που επιτείνουνε τα λάθη.
Για τους Μινώταυρους χρειάστηκες
τη δύναμή σου. Και θα αρκούσε,
θ’ αρκούσε μόνο ν’ αλλάξεις τα πανιά
για να επιζήσει κι ο Αιγέας.
In memoriam
Τελικά μπορεί και να μην είχε κατέβει ποτέ από κανένα τραίνο
και να 'ταν πριν από μένα εκεί να περιμένει κάποιον
κανέναν ή τίποτα. Μπορεί και να 'ταν ένα βαλσαμωμένο πουλί
στην οδό Πειραιώς ή ένα απολιθωμένο ελάφι πάνω στους βράχους
- τούτοι οι θάνατοι είναι ζωγραφισμένοι μέσα μας δίχως φτερά,
δίχως μουσική, δίχως εισόδους και εξόδους, έτσι μένουν θάνατοι
σε όλους τους καιρούς κάτω στο χώμα, στη γη.
Τελικά μπορεί και να μην ήμουν εγώ, αλλά ένας άλλος
που είχε φτάσει πριν από μέρες στο σταθμό κάτω από
το σταματημένο ρολόι περιμένοντας μέσα στο απόγευμα
της Κυριακής μια συνάντηση. Μπορεί και να 'μουν η προδομένη
διαδήλωση, ο λιποτάκτης, η είσοδος του νικημένου μέσα από το
πορτρέτο της υστεροφημίας του, η πρέζα.
Εκείνο το απόγευμα βρήκαμε το πρόσωπό μας. Δεν ήμασταν πια
εμείς. Ημαστε ωραίοι τότε. Κάτι το σπάνιο
...αυτό είναι το πρώτο λάθος , να δώσεις να κρατεί το νήμα στην είσοδο ο έρωτας… καταδικάζοντας τον σε νηματοδέτη, σε γήινο απαρέμφατο αυτόν τον ουράνιο….…
το άλλο λάθος είναι ο θάνατος του μινώταυρου, ο θάνατος του είναι μας, μιας κι ο μινώταυρος είναι ο ίδιος ο εαυτός μας…
έ…. Έπειτα το ένα λάθος ακολουθάει το άλλο, και τελειωμό δεν έχουν, κι είναι αδύνατον να επιζήσει ο κάθε αιγέας..
και συ, χάνεσαι, όλο και πιο πολύ, στου λαβύρινθου τα άδυτα καταδικασμένος αιώνια…
nyxterino:
… στο σύθαμπο ενός γλυκού βραδινού, όταν οι ψυχές αγαλλιάζονται ουράνιες προσδοκίες κι ο χρόνος σταματά για να χωρέσει το μέγεθος του πόθου…
«[…] Θα έρθει όπως παλιά, βιαστική, θα περάσει γρήγορα από το διάδρομο που σχηματίζουν τα θρανία και θα μυρίσω το άρωμά της που θα σπαταληθεί στο κενό. Θα είναι όπως πάντα καλοντυμένη, χαμογελαστή, πειστική. Θα οπλίσει το χέρι γρήγορα • και με την κιμωλία αυτή θα φιλήσει με φθόγγους και γράμματα τον πίνακα • μ'εκείνα τα όμορφα, στρογγυλά γράμματα που μεταμόρφωναν τον ασβέστη σε στιγμιαίο νόημα.[…]»
Δημοσίευση σχολίου