Ο Χωριάτης
Χαρισμένο στους χωριάτες όλου του κόσμου
Εγώ ’μαι ο γιος της μάνας Γης ο βαριαποσταμένος
που με ιδρό και κάματο τις μέρες μου διαβαίνω
και δε χορταίνω το ψωμί μάηδε τον έρμο ύπνο.
Κατ’ απ’ τον ήλιο τον καφτό μου πιάνετ’ η ανάσα
και λέου σ’ απόσκιο να ήμουνα κοντά σε κρύα βρύση
να δρόσιζα τα χείλη μου που τ’ άφριξεν η δίψα
να ξάπλωνα και το κορμί που τρέμ’ από το μόχτο.
Κι άλλοτε μες στη χειμωνιά, στη μπόρα, στο χαλάζι,
μέσα στο ανεμόβροχο, στη παγωνιά, στο χιόνι,
γυρίζω για το σπίτι μου από τα λασποδρόμια.
Στην πόρτα στέκει γνοιαστικιά η άξια μου γυναίκα
οργώνοντας με τη ματιά τη μουσκεμένη στράτα,
κι όταν θα φτάσω στην αυλή τρέχει και ξεφορτώνει
το ζωντανό και στο παχνί το σέρνει και το δένει,
κι έπειτα τ’ αλλαξίμια μου τα φρεσκομπαλωμένα
μου φέρνει και το σάγιασμα διπλό τριπλό το ρίχνει
να κάτσω δίπλα στη φωτιά π’ αναρουφάει τα ξύλα
καμίνι ασίγαστο π’ ορμάει ψηλά στα κεραμίδια
να κάψει έγνοιες και καημούς της κουρσεμένης ζήσης.
Κοντά μου στέκουν τα παιδιά γλυκοχαμογελώντας
και τα γερόντια της φωτιάς τη χόβολη ξεθάλουν.
Και τώρα που τα χρόνια μου βαραίνουν το κορμί μου
όπως το στάχυ τ’ ώριμο την καλαμιά βαραίνει
βαθειά μ’ ένα παράπονο το λογισμό θολώνει
εγώ που μέλι κουβαλώ στου κόσμου την κυψέλη
γιατί την περιφρόνηση νάχω για πλερωμή μου.
Αυτό για πέστε μου θεοί γιατί ξεθεμελιώνω
τους θρόνους σας όσο ψηλά στον Όλυμπο κι αν στέκουν.
Έχω το νεύρο σίδερο και την ψυχή μ’ ατσάλι.
[αλέκος φίλιππας Ηχώ της λευκάδας 114/ νοεμβριος - δεκέμβριος 2000]
[...]
―Aν εξεράθη το κλαρί, πάντα χλωρή είν' η ρίζα
και μένει πάντα ζωντανό ή ρόδι φάγ' ή βρίζα
αυτό το βόιδι το μανό, π' όσο βαθειά ρουχνίζει
τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει
και που το κράζουνε Λαό. Θα σπάση το καρίκι
και θα προβάλη με φτερά μια μέρα το σκουλήκι.
Tότε, πουλί το σερπετό, ποιός ξέρει πού θα φτάση!...
και μένει πάντα ζωντανό ή ρόδι φάγ' ή βρίζα
αυτό το βόιδι το μανό, π' όσο βαθειά ρουχνίζει
τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει
και που το κράζουνε Λαό. Θα σπάση το καρίκι
και θα προβάλη με φτερά μια μέρα το σκουλήκι.
Tότε, πουλί το σερπετό, ποιός ξέρει πού θα φτάση!...
―Δείξε μου αυτό το λείψανο, που θα βρυκολακιάση.
―Eγώ... ο φτωχός, ο Φωτεινός, ο γέρος, ο ξεσκλιάρης,
που ρίχνω εδώ το σπόρο μου για να μου τόνε πάρης,
εγώ, που με τον ίδρωτα τα χώματα ζυμώνω
για να τρώγη άλλος το ψωμί, που τρέχω και κεντρώνω
την αγριλίδα του βουνού και που δεν έχω λάδι
ν' ανάφτω το καντήλι μου και ζω μέσα στον άδη·
εγώ, που με τα νύχια μου αναποδογυρίζω
το λόγγο και τα ριζιμιά, για να σας τα στολίσω
με κλήματα, που δεν τρυγώ και που ποτέ δεν έχω
λίγο κρασί κεφαλιακό, τη γλώσσα μου να βρέχω·
εγ' ο φτωχός ο μυλωνάς, που ζω σ' αιώνια ζάλη
και παίρνω κέρδος, πληρωμή, προσφάγι την πασπάλη,
που δεν ορίζω το παιδί, που πάντα ζω με τρόμο
και που δεν βρίσκω εδώ στη γη για να με κρίνη νόμο·
αυτός, αυτός είν' ο Λαός. T' άψυχο το κουφάρι
αυτό 'ναι το καματερό, το ψόφιο το κριάρι...
Mη ρίξης άλλο φόρτωμα στην έρμη του την πλάτη...
[....]
[Α. Βαλαωρίτη, ΦΩΤΕΙΝΟΣ ασμα Α΄190-214]
6 σχόλια:
από αγανάχτηση, μιας κι η αχαριστία με τη βλακεία περισσεύει..
το δίποδο ζει για πάρτη του, αυτή 'ναι η "εξέλιξη".
και η συζήτηση στο λιτρουβιό χτες διδακτική....
πόσο εύκολα διαλέγουμε τους αφέντες...
Θα καταλάβει κάποτε τη δύναμη του; "...ξεθεμελιώνω τους θρόνους σας όσο ψηλά στον Όλυμπο κι αν στέκουν. .." ;
Ολόκληρη η ζήση σε δυο στίχους.
Όλα σου τα πιστεύω σε άλλους δυο.
Οι έγνοιες σου και οι αγάπες σου με την πιο λιτή αλλά πιο όμορφη έκφραση.
Είσαι πολύ τυχερός που μπορείς και εκφράζεις όλα τούτα μέσα από τους στίχους.
Είσαι ακόμη πιο τυχερός που έζησες με τόσες στέρησες που σου κάνανε τόσο έντονο το συναίσθημα .
Ο κόσμος μπορεί να ξεθεμελιωθεί και να φτιαχτεί καλύτερος. Μην αποκάμνεις.
Καλή δύναμη.
Ύμνος αληθινός κι απ’ την ψυχή βγαλμένος για τους ξωμάχους.
Ωδή αληθινή στην αγαπημένη .
Λατρευτικός λόγος για τα βλαστάρια του.
Οργή , θυμός και παράπονο για την ανταμοιβή που του επεφύλασσε …ποιος ! Η ζωή ; που θάλεγαν κάποιοι ή αυτοί οι ίδιοι οι κάποιοι !
Δύναμη μαζί και πίστη στο γκρέμισμα και το ξαναχτίσιμο του κόσμου όλου !
Η μέλισσα,
Το τριπλό σάγιασμα (τιμητικός χιτώνας)
Η φωτιά που καίει τις έγνοιες
Η πληρωμή ( η ματά της κυράς του που μαζί του οργώνει τις στράτες - το χαμόγελο των παιδιών - η χόβολη /απόσταγμα σοφίας των γερόντων )
Η μόνη απαίτηση ένας λόγος παρηγορητικός απ το επέκεινα...
Γειά σου μπάρμπα Αλέκο
ανώνυμος κι ανώνυμος
ευχαριστώ για την επίσκεψη, κι εκ μέρους του δημιουργού που αγνοεί , πάντα αγνοούσε - συνειδητή επιλογή -, τα της τεχνολογίας.
σιγουρα ενας καλύτερος κόσμος μας αξίζει.
φοβάμαι πως κι εμείς παρασυρμένοι αφεθήκαμε.. και ποιός θα ξεθεμελιώσει τα κακώς κείμενα;..
mitos
κάποτε τουλάχιστον υπήρχε μια ικανοποίηση, μια αναγνώριση... το ζήσαμε, σήμερα λείπει κι αυτή η στοιχειώδης....
και φέρνω στο νού, χειμώνας πούναι, κείνη την εικόνα στη γωνιά, γύρω στη χόβολη, με το κρασάκι και τα ψημένα τα κουκιά ή τα ρεβύθια... και λίγο τυρί στο χαρτί και το κυδώνι....
και τις ψητές πατάτες (και αυγά ίσως) για τα μικρά...
Η μνήμη αρχίζει να κουτσαίνει μα οι ήχοι οι παλιοί οι εικόνες οι γεύσεις και οι μυρωδιές είναι ζωντανές
και λέω αυτές μας συντηρούν στις μέρες που εφτάσαμε....
Δημοσίευση σχολίου