Είναι κάποιες φοβερές ώρες στη ζωή τ’ ανθρώπου…
Στις 20/21 του Μάρτη, ο ήλιος καβατζάρει το εαρινό ισημερινό σημείο, όσο φώς τόσο σκοτάδι, κι αναθαρρεύει η φύση, ξαναγεννιέται λές… Η Περσεφόνη επιστρέφει στη Γη, λεύτερη, έστω και με διορία, και τα χαμόγελα της Δήμητρας θερμαίνουνε τις
καρδιές μας. Η Βαυβώ ανοίγει διάπλατα τη φύση της σπέρνοντας ελπίδα και χαρά…Ακολουθάνε έξι μήνες με περισσότερο φώς. Μάρτης ‘76
Σε τέτοια αναγέννηση συμμέτοχος, με την ορμή του νιού που κοντεύει τη δεύτερη δεκαετία του. Ορμητικός, πολυάσχολος, δραστήριος, αγαπημένος. Πανεπιστήμιο, παραδόσεις, έτος και συλλογική δουλειά, κομματικές υποχρεώσεις αλλά και της καρδιάς υποχρεώσεις. Κι όλα τα προλαβαίναμε…
23 Μάρτη ’76, Τρίτη…..
Κρύα μέρα. Η πιο κρύα μέρα της ζωής μου…
Λένε η Τρίτη έχει μια κακιά ώρα. Προλήψεις. Ποιος ξέρει ποιος, τι ήθελε να αποφύγει κι επινόησε τούτο… Όμως… Τούτη η Τρίτη είχε μια φοβερή ώρα… Ώρα που αποδείχτηκε βαθειά καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία μου….
Απομεσήμερο, που τον ήλιο έχει αποκρύψει ο λόφος της Περίβλεπτος… ………
Βγαίνοντας από το μπάνιο, κι ενώ σιγομουρμουρίζω στίχους εποχής, τυχαία, το μάτι βλέπει τη διαφορά……. Το δεξί μου πόδι… κατάρρευση…..
Κάθισα στη άκρη του κρεβατιού, να σταματήσω τη πτώση. Με τόση παγωνιά και έχω ιδρώσει. Ποτάμι κρύος ιδρώτας (απελπισίας;) τρέχει.. Βλέπω το τέλος…. Λες κι άνοιξε στο πάτωμα βάραθρο και πέφτω.. Παρακολουθώ τη πτώση μου δίχως να μπορώ να κάνω κάτι. Λες και βρίσκομαι τη μια στιγμή έξω από μένα και με βλέπω να κατρακυλώ στα τάρταρα με όλο αυξανόμενη ταχύτητα και την άλλη να είμαι εντός μου, να με παρασέρνω με κείνη την αίσθηση του κενού σαν το στομάχι να καταπίνει τα εντός μου, βλέποντας μέσα από σπασμένο καλειδοσκόπιο πολύχρωμες εκλάμψεις μα και γκρίζες ζώνες τον έξω κόσμο. Πόση ώρα;
Πόσες ώρες είχε αυτή η μέρα; Ο χρόνος τρέχει με άλλους ρυθμούς…
Θυμάμαι το πρώτο πράγμα που βρήκα μπροστά μου ένα σχοινί.
Ένα σχοινί που χρησιμοποιούσα για ενίσχυση της βαλίτσας σαν ταξιδεύαμε με τα λεωφορεία του ΚΤΕΛ προκειμένου να εξασφαλίσω πως δεν θα άνοιγε έτσι πως τις πετούσανε.. Αυτό χρησιμοποίησα σα μέτρο. Κι έκτοτε μπήκε στη ζωή μου. Ακόμα και τώρα το έχω, αναμνησιακό..
Κάθισα στο τραπέζι. Έριξα μια ματιά αριστερά στο πίνακα του τοίχου, όπου οι πίνακες με τη πορεία του χρηματιστηρίου, τα διαγράμματα περιμένανε την ενημέρωση της μέρας. Τα στοιχεία από ΤΑ ΝΕΑ μπροστά μου. Τι νόημα πια; Κοίταξα δεξιά τα βιβλία… κι απ’ τα’ ανοιχτό παράθυρο έξω, έχει πέσει σκοτάδι. Μουτζουρώνω χαρτιά χωρίς σχέδιο..
Κοιτώ το ρολόι. Πέρασε η ώρα.
Συνειδητοποίησα πως δεν πήγα στα ραντεβού. Εγώ πάντα συνεπής και πριν την ώρα μου. Στη νεολαία άρχισαν να ανησυχούν. Ούτε στα γραφεία, ούτε στο σύλλογο. Δεν είχαμε τηλέφωνα τότε… Προλαβαίνω το ραντεβού στης Άννας; Αν βιαστώ και πάρω τον πάνω δρόμο… να πάω; Να μην πάω; Πόσο χρόνο χρειάζεται ο άνθρωπος να πάρει αποφάσεις; Πήγα. Και πρόλαβα.
Αλήθεις πώς παίρνονται οι αποφάσεις; Το βράδυ στην Ακακία, οχι πολλά πράγματα. Όπως και να το κάνεις επηρεασμένος. Αν και...
Μου έδωσα δέκα χρόνια ζωής. Έτσι χωρίς αιτιολογία, διαισθητικά. Είδα να καταλήγω κάπου εκεί μετά το σωτήριο ’86 …. Τόσο έντονα που καμιά φορά σκέφτομαι μήπως είμαι ψευδαίσθηση μου…..
Κι έτσι πορεύτηκα στη συνέχεια. Βλέποντας τα πράγματα από άλλη σκοπιά. Του απέξω που βλέπει μέσα... και βλέπει το μάταιο....
Δεν άλλαξα τίποτα από το πρόγραμμα μου. Ίσως και πιο έντονα έπεσα στη δουλειά.. Το μόνο που άλλαξε από την πριν ζωή ή διακοπή πολύχρονης σχέσης να μην πληγωθεί σα θα αναχωρώ για το επέκεινα…. Και ότι ξέκοψα οριστικά από Αθήνα, με κέρδισαν, κι άρχισα ν' αγαπώ τα Γιάννινα. Και τα ταξίδια στη Λευκάδα περιόρισα, έτσι αποφεύγεις τις συναντήσεις... Και φυσικά η οπτική, αυτή κι αν άλλαξε...
Τριάντα τρία χρόνια πριν....
[...και θα μου πεις τι με νοιάζει εμένα... σωστά. αλλά να, όταν επισκέπτεσαι τα ράφια των αναμνήσεων... ξεφεύγεις...]
* το διήγημα του Χαινριχ Μπέλ, από ΤΟ ΒΗΜΑ της εποχής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου