Σάββατο 14 Μαΐου 2011

περι γλωσσικών προτύπων...

Πάσχω σαν γλώσσα - Σχόλιο στο κείμενο του Μανδραβέλη της Νεοελληνικής Γλώσσας, του Βασίλη Ξυδιά

http://www.alfavita.gr/artro.php?id=32521 14/05/2011 - 11:12

Βασίλης Ξυδιάς

Ένα κατά τι διασκευασμένο άρθρο του δημοσιογράφου Πάσχου Μανδραβέλη επέλεξε φέτος το Υπουργείο Παιδείας για τις πανελλήνιες εξετάσεις στο μάθημα της νεοελληνικής γλώσσας.[1] Όντας επιτηρητής στις εξετάσεις, έμεινα εμβρόντητος μόλις το είδα. Όχι τόσο για την επιλογή του κειμένου αυτού καθαυτού, όσο για την άδηλη χρήση του υπό τύπον αυθεντίας – και ως προς τη γλώσσα του και ως προς το νόημα.
Θέλανε προφανώς να καινοτομήσουν. Κι αντί να επιλέξουν – σε τέτοιους καιρούς που ζούμε – έναν Σολωμό ή έναν Παπαδιαμάντη, προτίμησαν ένα απλό, σύνηθες κείμενο από την τρέχουσα δημοσιογραφική καθημερινότητα. Ok! ... Ας καταπιούμε τις αντιρρήσεις μας γι’ αυτήν την πνευματικώς και παιδαγωγικώς αφελή φιλολογική «ευελιξία» και «ανοιχτοσύνη» του Υπουργείου στην κοινωνία, κι ας πούμε ότι είμαστε κατ’ αρχήν σύμφωνοι. Τίθεται όμως ένα επόμενο ζήτημα. Η επιλογή του κειμένου, επί του οποίου θα χτιστεί όλη η εξέταση, υποβάλλει έμμεσα, αν όχι άμεσα, ένα γλωσσικό πρότυπο. Αν δηλαδή η εξέταση δεν καθοδηγεί επί τούτου τον μαθητή (με τις ερωτήσεις κλπ) να «δει» και να κρίνει τις ενδεχόμενες αδυναμίες του κειμένου, ή αν, ακόμα χειρότερα, σταθεί μόνο στα θετικά του στοιχεία, τότε είναι προφανές πως το κείμενο θα λειτουργήσει εκ των πραγμάτων ως μέτρο γλωσσικής αρτιότητας στο σύνολό του. Αντέχει το συγκεκριμένο κείμενο σ’ έναν τέτοιο ρόλο; Ούτε κατά διάνοια!
Δεν αναφέρομαι στο ρηχό χαρακτήρα των ιδεών και των συλλογισμών του. Αυτό θα μπορούσε να είναι και ηθελημένο (εφ’ όσον θα έδινε την ευκαιρία για κριτική ανάγνωσή του). Αναφέρομαι στη γλώσσα του. Ή, για να είμαι πιο ακριβής, στο γλωσσικό του ήθος. Είναι ένα κείμενο με πολύ κακή γλώσσα. (Δύσκολα θα έπαιρνε πάνω από δώδεκα με δεκατρία).
Ας δούμε μερικά παραδείγματα, ξεκινώντας απ’ την πρώτη κι όλας αράδα: «Είναι δεδομένο – διαβάζουμε – ότι το διαδίκτυο έφερε μια πιο ισότιμη πρόσβαση στη γνώση». Προσπερνώ, αν και ίσως δεν θα έπρεπε, την αδόκιμη χρήση του αριθμητικού «μια». (Τί θα πει «μια» πρόσβαση στη γνώση; ... Αλλά ας πούμε ότι αυτό είναι συγγνωστό αμάρτημα, που το διαπράττουμε όλοι κατ’ εξακολούθηση). Αυτό όμως που δεν μπορεί – και δεν πρέπει – να προσπεράσει κανείς είναι αυτή η φοβερή έκφραση «πιο ισότιμη πρόσβαση στη γνώση». Τί θα πει «πιο ισότιμη»; Υπάρχει «περισσότερο» και «λιγότερο» ισότιμος. Ο Μανδραβέλης είναι βέβαια οικονομολόγος[2] και συγχωρείται ίσως να αντιλαμβάνεται την ισοτιμία ως κάτι σχετικό. Για τους Έλληνες όμως – θέλω να πω για την ελληνική γλώσσα – η ισοτιμία είναι κάτι απόλυτο. Αυτό μπορεί εύκολα να το καταλάβει κανείς αν επιχειρήσει να σχηματίσει τον συγκριτικό βαθμό του ισότιμος μονολεκτικά: «Ισοτιμώτερος». Αστείο δεν ακούγεται; Κι όχι γιατί δεν στέκει από γραμματικής απόψεως (όπως άλλες ίσως περιπτώσεις), αλλά διότι αντιβαίνει προς το βαθύτερο γλωσσικό μας αισθητήριο, που έχει να κάνει με το νόημα. Εκεί που θεμελιώνεται σ’ ένα βαθύτερο, σχεδόν υποσυνείδητο, επίπεδο η συνάφεια του νοήματος με τη γλωσσική έκφραση. Με το «καλημέρα», λοιπόν, το κείμενο καταφέρει ένα αναπάντεχο χτύπημα στο υποσυνείδητο γλωσσικό αίσθημα του ανυποψίαστου και ανυπεράσπιστου παιδιού. Θα πείτε, τέτοια χτυπήματα δεχόμαστε όλοι, παιδιά και μεγάλοι, από τα μέσα ενημέρωσης καθημερινά. Πράγματι. Ας αρπάξουν λοιπόν τα παιδιά κι άλλο ένα, για να μην πει κανείς ότι το σχολείο μας δεν είναι «ανοιχτό» στην κοινωνία ...
Δεύτερο παράδειγμα. Στον κυβερνοχώρο, λέει το κείμενο, λειτουργεί καθένας σύμφωνα με τις ανάγκες και τις δυνατότητές του. Αυτό όμως «δημιουργεί έναν κατακερματισμό της εμπειρίας» ... Ξαναπροσπερνώ το αριθμητικό «ένας» που χρησιμοποιείται για άλλη μια φορά αδόκιμα και καταχρηστικά υπό τύπον αορίστου άρθρου, γιατί βιάζομαι να φτάσω στην καταστροφή (ή μήπως να το πούμε «αποδόμηση») του νοήματος: Αναφέρομαι στη έννοια της «δημιουργίας κατακερματισμού». Διότι ο κατακερματισμός, αγαπητοί συνάδελφοι του Υπουργείου Παιδείας, δεν «δημιουργείται». Κανένα κακό δεν «δημιουργείται». Η κατάσταση που περιγράφει πιο πριν το κείμενο «προκαλεί» ή ακόμα καλύτερα «προξενεί» κατακερματισμό, ή «οδηγεί σε κατακερματισμό». Δεν τον «δημιουργεί». Η λέξη «δημιουργία» και το ρήμα «δημιουργώ» έχει εγγενώς θετικό περιεχόμενο. Δεν νοείται «δημιουργία» κακού πράγματος (παρά και ενάντια στη διαρκή και ακάματη προσπάθεια των δημοσιογράφων να μας πείσουν για το αντίθετο, και παρά την ασάφεια ως προς το σημείο αυτό του λεξικού Μπαμπινιώτη). Να μην επικαλεστώ – ως θεολόγος – ότι μόνος πραγματικός δημιουργός είναι ο Θεός και ότι ο άνθρωπος είναι κατ’ εικόνα αυτού συνδημιουργός (υποθέτω πως ούτε του Μανδραβέλη ούτε των προοδευτικών φιλολόγων που ορίζουν τα θέματα ιδρώνει το ορθολογιστικό τους αυτί με κάτι τέτοια). Να παραπέμψω απλώς στην ετυμολογία της λέξης (δήμος και έργον, ήτοι έργον για τον δήμο κοκ). Και εν πάση περιπώσει, ακόμα και αν τα αγνοήσουμε όλα αυτά, και δούμε τη «δημιουργία» ως απλή «κατασκευή» (οπότε νοείται κακή «δημιουργία» υπό την έννοια της κακής «κατασκευής»), ακόμα και έτσι δεν μπορεί να μη συναισθανθούμε πως άλλο «κατασκευή», άλλο «καταστροφή». Όπως δεν «δομείται» η αποδόμηση, έτσι δεν μπορεί να «κατασκευαστεί», πολύ περισσότερο να «δημιουργηθεί» κατακερματισμός.
Αυτά και άλλα παρόμοια βρίσκονται διάσπαρτα στο κείμενο που δόθηκε στα παιδιά. Κι αν στάθηκα κυρίως στη γλώσσα του, δεν σημαίνει πως δεν εγείρονται και σοβαρά ζητήματα ιδεολογίας. Και δεν μιλώ για την ιδεολογική ή πολιτική, με τη στενή έννοια, άποψη και στάση του συντάκτη του (για την οποία τόσα και τόσα τού σούρνουν στο διαδίκτυο[3]). Αυτή ας είναι τιμή του και καμάρι του, και ας την κρίνουν οι προϊστάμενοί του και οι αναγνώστες του. Μιλώ εδώ για το άδηλο ιδεολογικό φορτίο που βρίσκεται όχι στις καθαρά διατυπωμένες απόψεις (που μπορούν τα παιδιά να τις κρίνουν), αλλά σε ορισμένες εκφράσεις που ηθελημένα (εκ του πονηρού) είναι επιλεγμένες για να ξεγλιστρήσουν από την κριτική και να υποβάλουν έμμεσα τις ιδέες του, και ακόμα χειρότερα, τη νοοτροπία του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η λέξη «γκρίνιες» που χρησιμοποιεί ο Μανδραβέλης για να χαρακτηρίσει την κριτική που ασκούν διάφοροι στο διαδίκτυο.[4] Δεν λέω. Μπορεί να έχει και δίκιο. Και οι περιπτώσεις που αναφέρει να είναι όντως περιπτώσεις γκρίνιας. Δεν είναι όμως αυτό κάτι που θα έπρεπε τα παιδιά να κληθούν να το προσέξουν – και από την άποψη του γλωσσικού-ρητορικού (=προπαγανδιστικού) χειρισμού του συντάκτη, αλλά και από άποψη ουσίας; Δεν θα έπρεπε δηλαδή να ερωτηθούν τα παιδιά αν τα παραδείγματα που αναφέρει το κείμενο είναι όντως περιπτώσεις γκρίνιας; Ή να ερωτηθούν αν υπάρχει περίπτωση να ασκηθεί άλλη ουσιαστική κριτική στο διαδίκτυο που να μην είναι γκρίνια; Ούτε το κείμενο, ούτε οι ερωτήσεις που το συνοδεύουν αφήνουν ανοιχτό τέτοιο ενδεχόμενο.
Ας μη γίνει παρανόηση. Το θέμα δεν είναι βέβαια το άρθρο του Μανδραβέλη, οι απόψεις του ή οι ικανότητές του ως γραφιά. Το ζήτημα είναι η επιλογή τού κειμένου του ως βάσεως για τις εξετάσεις της νεοελληνικής γλώσσας, σε συνδυασμό μάλιστα με την πλήρη απουσία κριτικής προσέγγισής του. Πολλοί αντέδρασαν δίνοντας έμφαση στο τί είναι ο ίδιος και τί απόψεις εκφράζει.[5] Άλλοι στάθηκαν ουδέτερα ή ακόμα και επαινετικά.[6] Κάποιος άλλος είπε: «Πολύ κακό για το τίποτε. Ένα κείμενο καλούτσικο, όχι κάτι εξαιρετικό, όχι κάτι άθλιο».[7] Εγώ δεν θα το έλεγα καλούτσικο, θα μπορούσα όμως να συμφωνήσω πως δεν είναι «κάτι άθλιο». Το ερώτημα είναι: εκεί τοποθετείται ο πήχης;

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλ. το θέμα των εξετάσεων (εδώ και σε pdf), το πρωτότυπο άρθρο του Π.Μ. στην Καθημερινή 27 Σεπτεμβρίου 2009 (εδώ), και συγκριτική αντιπαραβολή των δύο (εδώ). Βλ επίσης παλαιότερη εισήγησή του Π.Μ. με το ίδιο θέμα σε συνέδριο του ΙΣΤΑΜΕ (εδώ).
[2] Βλ. βιογραφικό του Π.Μ. στην προσωπική ιστοσελίδα του.
[3] Βλ. πολιτική κριτική εδώ και εδώ. Και εδώ μια άποψη για το ποιες είναι οι «πηγές» του Π.Μ. και ο τρόπος που τις χρησιμοποιεί στα όρια της λογοκλοπής.
[4] Για το πώς ο Π.Μ. ταυτίζει την κριτική προς το διαδίκτυο με «γκρίνια» βλ. Μανώλη Ανδριωτάκη εδώ,
[5] Βλ. για παράδειγμα εδώ, εδώ, εδώ,
[6] Ουδέτερη ήταν η αναφορά της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων: «Το θέμα αναφέρεται στο διαδίκτυο και θέτει έναν επίκαιρο προβληματισμό. Το ύφος είναι δημοσιογραφικό, σε ορισμένα σημεία αρκετά απλό και σε άλλα πιο σύνθετο.» (βλ. περισσότερα εδώ). Βλ. θετικά σχόλια εδώ και εδώ.
[7] Βλ. εδώ.

Πηγή: Αντίφωνο


από alfavita, http://www.alfavita.gr/artro.php?id=32521, λοιπόν....

για να δούμε κατά πόσο φροντίζουν/ευθύνονται και κάποιοι καθ' ύλην αρμόδιοι - φιλόλογοι κι όχι φιλολογίζοντες να δημιουργούν "σχολές" κι έπειτα αναρωτιόμαστε γιατί η ..γλώσσα πάσχει..

Δεν υπάρχουν σχόλια: