Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2008

οι αγάπες

Θα 'ρθουν όλες μια μέρα, και γύρω μου
θα καθίσουν βαθιά λυπημένες.
Φοβισμένα σπουργίτια τα μάτια τους,
θα πετούνε στην κάμαρα μέσα.
Ωχρά χέρια θα σβήνουν στο σύθαμπο
και θανάσιμα χείλη θα τρέμουν.

«Αδελφέ» θα μου πουν «δέντρα φεύγουνε
μες στη θύελλα, και πια δε μπορούμε,
δεν ορίζουμε πια το ταξίδι μας.
Ένα θάνατο πάρε και δώσε.
Εμείς, κοίτα, στα πόδια σου αφήνουμε,
συναγμένο από χρόνια, το δάκρυ.

«Τα χρυσά πού 'ναι τώρα φθινόπωρα,
πού τα θεία καλοκαίρια στα δάση;
Πού οι νυχτιές με τον άπειρον, έναστρο
ουρανό, τα τραγούδια στο κύμα;
Όταν πίσω και πέρα μακραίνανε,
πού να επήγαν χωριά, πολιτείες;

»Οι θεοί μας εγέλασαν, οι άνθρωποι,
κι ήρθαμε όλες απόψε κοντά σου,
γιατί πια την ελπίδα δεν άξιζε
το σκληρό μας, αβέβαιο ταξίδι.
Σα φιλί, σαν εκείνα που αλλάζαμε,
ένα θάνατο πάρε και δώσε.»

Θα τελειώσουν. Επάνω μου γέρνοντας,
θ' απομείνουν βουβές, μυροφόρες.
Ολοένα στην ήσυχη κάμαρα
θα βραδιάζει, και μήτε θα βλέπω
τα μεγάλα σαν έκπληκτα μάτια τους
που γεμίζανε φως τη ζωή μου...

Κ. Γ. Καρυωτάκης [ΕΛΕΓΕΙΑ ΚΑΙ ΣΑΤΙΡΕΣ]

1 σχόλιο:

lolita lolitaki είπε...

"Φέρε το μαύρο μου παλτό
μες στην ντουλάπα κλειδωμένο το' χω αφήσει.
Είναι αιώνες ξεχασμένο από τα μάτια της ζωής
κι έχει ποτίσει μυρωδιά από ναφθαλίνη.
Θα το φορέσω και θα βγω έξω στο δρόμο
σέρνοντας βήματα βαριά
θα περπατήσω ως την άβολη λεωφόρο των ηρώων
και θα σταθώ μ' ένα τριαντάφυλλο στα ξυλιασμένα δάχτυλα
ψελλίζοντας τετράστιχα
και ξεχασμένους μονολόγους που θάφτηκαν στη σκόνη.
Ανύποπτοι οι περαστικοί θα με νομίσουν για τρελό
θα με χλευάζουνε οπάλινα τα χείλη
και θα με φτύνουν που δεν άστραψα ποτέ μου
σαν τους χρυσούς κυνόδοντες που έντεχνα σκεπάζουν τώρα πια.
Έπειτα
τις άδειες τσέπες θα γεμίσω μ' ό,τι βρω
χρόνια βαρίδια που μου στράβωσαν τους ώμους
και γανωμένους έρωτες
που μου τσακίσανε τη μνήμη μ' ένα σάλτο
κι ύστερα όνειρα βουβά
που κάθε βράδυ στοίχειωναν τα μάτια μεθυσμένα
και ζύμωναν τον ύπνο μου με σηκωμένα τα μανίκια ως τους αγκώνες.
Θα' ναι πολλά
κι ίσως τα γόνατα λυγίσουν απ' το βάρος
όμως εγώ θα στυλωθώ
θα υποδυθώ ότι αντέχω άλλο τόσο
και μ' ό,τι έχω στιβαρό
θα βρω ένα λάκκο με νερά στην άκρη της ασφάλτου
και θα ξαπλώσω μέσα του σφαλίζοντας τα μάτια".