Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2009

απόπλους ξανά...

Το λιμάνι φιλόξενο έδειχνε. Δεν συμβαίνει πάντα αυτό… 
Μας κράτησε συντροφιά μεγάλο χρόνο. 
Είναι γεγονός. 
Μπορεί και πέρα από τις δυνάμεις του, ή τις δικές μας…  

Είχαμε συνηθίσει στην εικόνα. Είχε κάτι από γλυκές αναμνήσεις, με ένα τόνο θλίψης – πάντα οι αναμνήσεις σέρνουν θλίψη. 
Και κείνα τα χρώματα!! Φωτεινά χρώματα.
Τα φωτισμένα παράθυρα, λίγα για την ακρίβεια, μας κρατούσανε συντροφιά τις μακριές άγρυπνες νύχτες.. 
Και το μικρό καφενείο – στέκι – εκεί στην άκρη του ντόκου, ζεστή γωνίτσα για τους πολύτιμους επισκέπτες, πόσες ιστορίες άκουσε… 
Το αγαπήσαμε,  πιστέψαμε στη ζεστασιά του. Να μας βγάλει από τις ανησυχίες μας κόντεψε... και τις περιπλανήσεις. Μας έβγαλε από το δρόμο....
Είχαμε συνηθίσει…. Ίσως αυτό τα λέει όλα. 
Και τα δώσαμε όλα. Ότι είχαμε και δεν είχαμε που λένε. 
Δεν κρατήσαμε για μας. Είναι αρχή μας.     

Ώσπου, ένα πρωί, κοιτώντας απ’ την πλωριά, με έκπληξη είδαμε η γνώριμη εικόνα να απουσιάζει!!! 
Τι άραγε έγινε και δεν το πήραμε χαμπάρι; 
Αφού δεν λύσαμε κάβους, δεν σηκώσαμε άγκυρα, πως βρεθήκαμε έξω; Δεν θυμόμαστε να κάναμε καμιά προσπάθεια απόπλου…ούτε μας ζητήσανε να φύγουμε...(όμως μπορεί από ευγένεια...)  
Λες κι ένα αόρατο χέρι έσβησε με μιας την εικόνα. 
Λες και το λιμάνι ανελήφθη όπως τα σκηνικά στο θέατρο.  
Λες και το λιμάνι δεν ήταν παρά στη φαντασία μας και απλά ξυπνήσαμε από ένα όνειρο... 

Μείνανε κάποιες υποσχέσεις, που τώρα, κι όσο περνάει ο χρόνος πλιότερο ίσως, θ’ αναρωτιόμαστε πόσο πραγματικές ήτανε ή γέννημα του νου… Όπως εκείνες οι μυθοπλασίες που αρέσκονται να στέλνουν σε φανταστικά λιμάνια του νότου σε θάλασσες άγριες και σε χαμένα νησιά…

Τωρα ξανά χαράζουμε ρότα...
και ίσως, κάποτε, να καταγράψουμε τις εμπειρίες μας... ίσως...


3 σχόλια:

mitos είπε...

"Έλα αύριο, πραγματικότητα!
Καθυστέρησε, απόλυτο παρόν!"

Άλβαρο ντε Κάμπος, "Θαλασσινή ωδή"

Ανώνυμος είπε...

Rua da Bella Vista

Μια νύχτα καλοκαιρινή, υγρή στη Λισαβόνα,
ονειροπόλος ποιητής χαϊδεύει τη σιωπή’
- o φόρος της διάνοιας πληρώνεται μ' αγρύπνια -
αγρίμι είναι που κρύβεται σε σώμα λογιστή.

Απ' τ' ανοιχτό παράθυρο κοιτά τους άδειους δρόμους.
Τη μέρα είν' ένα τίποτα. Το βράδυ ειν' «εγώ»,
που κάθεται καρτερικά στην έρημη αποβάθρα
να πάρει την κλινάμαξα που πάει στην άβυσσο.

Ανακαλεί τη θλίψη του, την αστραπή της γνώσης,
για κάθε του παρόρμηση που άφησε κρυφή
κι απ' το βιβλίο του Ιώβ χειροκροτά τη φράση:
«Κουράστηκε η ψυχή μου από τη ζωή».

Γλυκά θ' ανοίξει η κλειδαριά της πόρτας για το Σύμπαν,
ο υπάλληλος Πεσόα θ' αφήσει τις σκιές
και μένα, που ξαγρύπνησα, με πιάνει η ανησυχία,
αν είναι οι αναμνήσεις μου ψεύτικες ή σωστές.
Θαν, Παπακωνσταντίνου

nikitas είπε...

....
λες πραγματικότητα να είναι η καρτερία στην άκρια της έρημης αποβάθρας...
και το ταξίδι στην άβυσσο....;