Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011

Οι δημοκρατίες κι εμείς


Το καθήκον της αυτοθυσίας σήμερα οφείλει να μεταγλωττιστεί σε καθήκον αντίστασης στα σαθρά θεμέλια μιας έκπτωτης πλέον πολιτείας, της οποίας η έννομη τάξη δεν (πρέπει να) είναι άξια υποδοχής, διότι ουδέποτε υπερασπίστηκε την ηθική και πολιτική αυτονομία των πολιτών της


Της Ελένης Κοσμά

Η πορεία της δημοκρατίας της Αθήνας μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, έναν πόλεμο που οι Αθηναίοι τον επεδίωξαν –και τούτο τον κάνει ακόμη τραγικότερο–, ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένη: ήδη κατά τη διάρκεια του πολέμου η δημοκρατική πολιτεία των Αθηνών κινδύνεψε δύο φορές να εκτραπεί. Μετά την άρση της αθηναϊκής προστασίας προς τους Πέρσες, μετά την οικονομική διάλυση του αθηναϊκού κράτους και, περισσότερο, μετά την απειλητική άνοδο του Φιλίππου στη Μακεδονία και την ήττα στη Χαιρώνεια, η ιδέα ανασύστασης της αθηναϊκής ηγεμονίας ήταν πια ουτοπική. Η μη αυτόνομη, πλέον, πολιτεία των Αθηνών δεν ήταν σε θέση να προασπίσει την ηθική και πολιτική αυτονομία των πολιτών της –και, άρα, τη δημοκρατικότητά της– διότι, ακριβώς, ήσαν και οι δύο όψεις του δημοκρατικού νομίσματος φθαρμένες. Είναι, έτσι, εύλογη η παρατήρηση των Easterling – Knox πως η παραγωγή πολιτειών στην περίοδο πριν τον Αριστοτέλη βρισκόταν πολύ κοντά στη «λογοτεχνία της φυγής»: η οικονομική και στρατιωτική κατάσταση ενεθάρρυνε την απόσυρση σε φανταστικούς κόσμους, σε ιδεώδεις πολιτείες. Και η σημερινή μας πολιτεία μοιράζεται πολλά στοιχεία με το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος: η απόσυρση σε έναν φανταστικό κόσμο (με υπουργούς να παίζουν τις μουσικές καρέκλες και «αγανακτισμένους» πολίτες σε κατάμεστες –εκτός ωρών εργασίας και εορταστικών τριημέρων– πλατείες) φαίνεται να είναι η πιο διασκεδαστική λύση.

Η κριτική του Αριστοτέλη στις προηγούμενες πολιτείες (συμπεριλαμβανομένης και της πλατωνικής) συμπυκνώνεται σε αυτό το ακριβώς το σημείο: ήσαν όλες ιδεώδεις, δηλαδή, φαντασιώσεις περισσότερο και υποθέσεις, παρά συζητήσεις για το πραγματικό και το πρακτικό. Ο θεμελιώδης πυρήνας των Πολιτικών είναι, ακριβώς, η αναζήτηση της αρίστης πολιτείας –αναζήτηση που δεν θα ευοδωθεί στον χώρο των Ιδεών, όπως η πλατωνική «ιδανική πολιτεία», αλλά στη θεωρία και στην πράξη –στην επικράτεια του δυνατού: «ου γαρ μόνον την αρίστην δει θεωρείν, αλλά και την δυνατήν, ομοίως δε και την ράω και κοινοτέραν απάσαις» (4, 1288b37-39). Το στοίχημα της πολιτικής παρέμβασης του Αριστοτέλη κρινόταν, εντέλει, ακριβώς εκεί: στην υλικότητα της αντιπρότασής του.

Ο δημοκρατικός «πολιτικός τόπος», ως «τόπος» ισότητας και ισονομίας, ορίζεται μέσα από την συλλογική θέσπιση δεσμών μεταξύ των αυτόνομων μονάδων της κοινότητας. Μια δημοκρατική κοινωνία δεν μπορεί να εκβιάσει ούτε τη συμμετοχή ούτε την αυτοθυσία: η κοινή αντίληψη για το «πολιτικά ορθό», το ηθικό και το δίκαιο δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να είναι προϊόν επιβολής, αλλά, αντίθετα, στη βάση αυτής της κοινότητας (που είναι, άλλωστε, και η βάση της δημοκρατίας) βρίσκεται, ακριβώς, η αυτονομία του ανθρώπου: η δυνατότητα της απόφασης. Ήδη από τη διδασκαλία του Σωκράτη γνωρίζουμε πως η πολιτική είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ηθικής και πως μια δίκαιη κοινωνία προϋποθέτει (και προϋποτίθεται από) μια δίκαιη ζωή.

Ετούτη η (διασφαλισμένη από την πολιτεία) αυτονομία του ανθρώπου είναι που τον «εξαναγκάζει» να συμμετάσχει και λάβει αποφάσεις, διότι ακριβώς σε μια δημοκρατική πολιτεία ο «εξαναγκασμός» δεν αποτελεί απλή άσκηση βίας (όπως στα τυραννικά καθεστώτα), αλλά «συνιστά “βία” που επιβάλλεται δημόσια, νόμιμα και ηθικώς δικαιολογημένα» (Π. Σούρλας, Μια εισαγωγή στην επιστήμη του Δικαίου). Η δημοκρατική κοινότητα, η πόλη ως «πολιτικός τόπος», υπάρχει στο βαθμό και με τον τρόπο που υπάρχουν οι πολίτες της. Οι πολίτες διεκδικούν την αυτονομία της πόλης τους, ακριβώς επειδή η πόλη προασπίζει, δια της ισονομίας, τη δική τους αυτονομία. Η πολιτική συμμετοχή και η αυτοθυσία θάλλει στα στέρνα των ευνομούμενων πολιτών της δημοκρατίας, αλλά και η δημοκρατία, στον βαθμό που αποτελεί την υψηλότερη έκφραση της ηθικής αυτονομίας του ανθρώπου, οφείλει να διερωτάται, ακριβώς, πάνω στη δυνατότητα της υλικότητάς της.

Η αντίσταση στον πολιτικό φετιχισμό, στο δογματισμό, στην κοινωνική βία και στην πραγμοποίηση της πολιτικής επιβάλλουν μια «νέα (πρακτική) ηθική», μια νέα «άρση» που θα προκύψει, ακριβώς, ως άρνηση των προηγούμενων «θέσεων»: ένας διαρκής αναστοχασμός πάνω στη δυνατότητα και στην υλικότητα της κριτικής παρέμβασης, στη δυνατότητα και στην υλικότητα μιας άλλης δημοκρατίας, η οποία και θα υπονομεύσει ή θα αναστείλει όλες τις προηγούμενες εκτροπές της ηθικής και της δικαιοσύνης, διότι ακριβώς στοιχηματίστηκαν έξω από την επικράτεια της συλλογικής και ατομικής μας αυτονομίας. Το καθήκον της αυτοθυσίας σήμερα οφείλει να μεταγλωττιστεί σε καθήκον αντίστασης στα σαθρά θεμέλια μιας έκπτωτης πλέον πολιτείας, της οποίας η έννομη τάξη δεν (πρέπει να) είναι άξια υποδοχής, διότι ουδέποτε υπερασπίστηκε την ηθική και πολιτική αυτονομία των πολιτών της. Η άνοδος και η πτώση της αθηναϊκής δημοκρατίας μας διδάσκει πως η κοινωνική αυτονομία προϋποθέτει και προϋποτίθεται από την ατομική –και ετούτο, τηρουμένων, πάντα, των αναλογιών, δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να το ξεχνάμε στις δύσκολες μέρες που περνάμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: